- ὑποπτίσσω
- ὑποπτίσσω,A crush slightly, [tense] aor. part.
-πτίσαντες Thphr.HP4.8.14
Gaza (ὑποπτήσαντες codd.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-πτίσαντες Thphr.HP4.8.14
Gaza (ὑποπτήσαντες codd.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποπτίσσω — Α αποχωρίζω με λίχνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πτίσσω «ξεφλουδίζω, αποφλοιώνω»] … Dictionary of Greek